συναιμος

συναιμος
    σύναιμος
    σύν-αιμος
    I
    2
    1) единокровный, родной, родственный
    

γονᾷ ξ. Soph. — родной по крови;

    ὦ ξύναιμον ὄμμ΄ ἐμοί! Soph. — родной мой!

    2) происходящий между родственниками
    

(νεῖκος Soph.)

    3) хранящий родственные связи, оберегающий святость семейственных отношений
    

(Ζεύς Soph.)

    II
    ὅ и ἥ близкий родственник, преимущ. брат или сестра Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συναιμος" в других словарях:

  • σύναιμος — of common blood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναιμος — και ξύναιμος, ον, Α 1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος 2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή 3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.) β) «νεῑκος ξύναιμον» η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ξύναιμος — σύναιμος , σύναιμος of common blood masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναιμον — σύναιμος of common blood masc/fem acc sg σύναιμος of common blood neut nom/voc/acc sg συναίμων masc/fem voc sg συναίμων neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίμοις — σύναιμος of common blood masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίμου — σύναιμος of common blood masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίμους — σύναιμος of common blood masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίμων — σύναιμος of common blood masc/fem/neut gen pl συναίμων masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναίμῳ — σύναιμος of common blood masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναιμα — σύναιμος of common blood neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύναιμε — σύναιμος of common blood masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»