σύναιμος — of common blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναιμος — και ξύναιμος, ον, Α 1. αυτός που έχει συγγένεια εξ αίματος, όμαιμος 2. ως ουσ. συγγενής, ιδίως αδελφός ή αδελφή 3. φρ. α) «Ζεὺς ξύναιμος» ο προστάτης τής συγγένειας Ζευς (Σοφ.) β) «νεῑκος ξύναιμον» η μεταξύ συγγενών έχθρα (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ξύναιμος — σύναιμος , σύναιμος of common blood masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναιμον — σύναιμος of common blood masc/fem acc sg σύναιμος of common blood neut nom/voc/acc sg συναίμων masc/fem voc sg συναίμων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίμοις — σύναιμος of common blood masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίμου — σύναιμος of common blood masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίμους — σύναιμος of common blood masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίμων — σύναιμος of common blood masc/fem/neut gen pl συναίμων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναίμῳ — σύναιμος of common blood masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναιμα — σύναιμος of common blood neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύναιμε — σύναιμος of common blood masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)